αλκύλιο

αλκύλιο
Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α. παίρνει την ονομασία του από τη ρίζα του υδρογονάνθρακα από τον οποίο προέρχεται με κατάληξη -ύλιο· έτσι, από το μεθάνιο έχουμε το μεθύλιο, από το αιθάνιο το αιθύλιο κλπ. Από τους υδρογονάνθρακες με περισσότερα των τριών ατόμων άνθρακα μπορούν να προκύψουν περισσότερα α. διαφορετικής σύνταξης ανάλογα με τη θέση από όπου αφαιρείται το άτομο του υδρογόνου.
* * *
ή αλκυλομάδα Χημ.
κεκορεσμένη μονοσθενής υδρογονανθρακική ρίζα η οποία αντιστοιχεί σε κάποιο μέλος τών αλκανίων*, από το οποίο διαφέρει στο ότι έχει ένα άτομο υδρογόνου λιγότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkyl, πιθ. < γερμ. alkyl < alkohol (πρβλ. αλκοόλη) + κατάλ. -yl (πρβλ. -ύλιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλκυλίωση — η Χημ. χημική αντίδραση κατά την οποία εισάγεται η ρίζα αλκύλιο* σε μια χημική ένωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκύλιο* + κατάλ. ωση*] …   Dictionary of Greek

  • αλκοξύλια — τα Χημ. μονοσθενείς ρίζες γενικού τύπου R O οι οποίες προκύπτουν από τις αλκοόλες με την αφαίρεση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τους [CH3 OH μεθανόλη CH3 O μεθοξύλιο, CH3CH2 OH αιθανόλη CH3CH2 O αιθοξύλιο κ.λπ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν …   Dictionary of Greek

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • θειαμίδια — Ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από τα αμίδια με αντικατάσταση του οξυγόνου τους από θείο. Έχουν γενικό τύπο R CS NH2 (όπου R αλκύλιο) και λαμβάνονται με επίδραση υδροθείου σε νιτρίλια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αμίδια. Είναι …   Dictionary of Greek

  • καρβοξύλιο — Η χαρακτηριστική ομάδα ( COOH) που περιέχεται σε όλα τα οργανικά οξέα, τα οποία για τον λόγο αυτό καλούνται καρβοξυλικά οξέα. Αποτελείται από μια καρβονυλομάδα και μια υδροξυλομάδα. O όξινος χαρακτήρας του κ. οφείλεται στο ιονιζόμενο υδρογόνο, το …   Dictionary of Greek

  • σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… …   Dictionary of Greek

  • ακυλαλογονίδια — Χημικές ενώσεις με γενικό τύπο R COX, όπου R = αλκύλιο και Χ = αλογόνο, κυρίως το χλώριο. Θεωρούνται παράγωγα των καρβονικών οξέων (R COOH) με αντικατάσταση του υδροξυλίου από ένα άτομο αλογόνου (Χ). Παρασκευάζονται από τα καρβονικά οξέα ή τα… …   Dictionary of Greek

  • άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… …   Dictionary of Greek

  • καρβυλαμίνες — Oργανικές ενώσεις ισομερών προς τα νιτρίλια, του τύπου RNC (όπου R αλκύλιο). Η πιο συνηθισμένη ονομασία τους είναι ισονιτρίλια. Βλ. λ. ισονιτρίλια …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”